- ὑπερασθμαίνω
- ὑπερασθμαίνω,A gasp exceedingly, Arr.Cyn.14.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερασθμαίνω — Α [ἀσθμαίνω] ασθμαίνω, λαχανιάζω πάρα πολύ … Dictionary of Greek